- διάφανος
- -η, -οδιαφανής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διάφανος — η ο και διαφανής, ές (ΑΝ) 1. αυτός που αφήνει να διακρίνονται τα αντικείμενα πίσω του 2. διαυγής, καθαρός αρχ. 1. κατακόκκινος από πυράκτωση 2. αυτός που φαίνεται μέσα από κάτι άλλο 3. σαφής, ευκρινής, φανερός 4. διαπρεπής, περίφημος, περιβόητος… … Dictionary of Greek
α(γ)έρινος — η, ο όμοιος με αέρα, ελαφρός, διάφανος: Φορούσε ένα φουστάνι αέρινο. αέρινος η, ο λεπτός σαν αέρας, διάφανος: Μερικές φορές νόμιζε πως είχε να κάνει με μια ύπαρξη αέρινη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Thanassis Papakonstantinou — Thanasis Papakonstantinou (Θανάσης Παπακωνσταντίνου) (born April 26, 1959, in Tyrnavos) is a Greek singer songwriter. hort biographyHe is married with two children. He studied Mechanical Engineering in Thessaloniki, which he practices as well as… … Wikipedia
Thanasis Papakonstantinou — Papakonstantinou im Februar 2007 Thanasis Papakonstantinou (griechisch Θανάσης Παπακωνσταντίνου, * 26. April 1959 in Tyrnavos, Präfektur Larisa) ist ein griechischer Singer Songwriter. Er studierte … Deutsch Wikipedia
άθολος — (I) η, ο (Α ἄθολος, ον) [θολός] μη θολός, αθόλωτος, διάφανος, διαυγής καθαρός. (II) η, ο [θόλος] αυτός που δεν έχει θόλο … Dictionary of Greek
άψογος — και άψεγος η, ο (AM ἄψογος, ον) ο χωρίς ψόγο, ο άμεμπτος νεοελλ. 1. αλάθητος 2. καθαρός, διάφανος … Dictionary of Greek
αέρινος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ινναχωρίου. * * * και ἀγέρινος, η, ο (Α ἀέρινος, ίνη, ον) [ἀήρ] 1. ο όμοιος με αέρα κατά τη σύσταση, αερώδης 2. ο όμοιος με τον… … Dictionary of Greek
αίθριος — ια, ιο (Α αἴθριος, ία, ιον) 1. (για τον ουρανό και τον καιρό) καθαρός, ανέφελος, λαμπρός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. αίθριο, το αρχ. 1. αυτός που προκαλεί την αιθρία λέγεται για τους ανέμους και κυρίως για τον βοριά 2. ως επίθ. τού Διός 3. διάφανος … Dictionary of Greek
αεροφανής — ἀεροφανής, ές (Μ) διάφανος, λεπτός, όπως ο αέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέρας + φανης < ἐφάνην, παθ. αόρ. β του φαίνω] … Dictionary of Greek
εγγαρίζω — Ν [φεγγάρι] 1. εκπέμπω χλομό φως, όπως το φως τής σελήνης 2. μτφ. α) είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής β) (για πρόσ.) γίνομαι πολύ λεπτός, σχεδόν διάφανος, από την αδυναμία … Dictionary of Greek